- πολεύω
- Α1. περιφέρομαι, κινούμαι γύρω από κάτι («οὐδὲ θύγατρας οὐδ' ἄλοχον... Ἰθάκης κατά ἄστυ πολεύειν», Ομ. Οδ.)2. σκάβω με άροτρο τη γη, οργώνω («Γᾱν... ἱππείῳ γένει πολεύων», Σοφ.)3. (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ πολεύωνο πλανήτης που κυριαρχεί μια συγκεκριμένη μέρα.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πολεύω έχει παραχθεί ή από το ουσ. πόλος ή από την ετεροιωμένη βαθμίδα τού πέλομαι + κατάλ. -εύω].
Dictionary of Greek. 2013.